- ὄγδοον
- ὄγδοοςeighthmasc acc sgὄγδοοςeighthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επελαύνω — (AM ἐπελαύνω) [ελαύνω] 1. επιτίθεμαι έφιππος 2. επιτίθεμαι ορμητικά αρχ. μσν. διέρχομαι, διασχίζω αρχ. 1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ ὄγδοον ἤλασε χαλκόν» … Dictionary of Greek
κύω — (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, συλλαμβάνω, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη», Λουκιαν.) 2. μτφ. κυοφορώ κάτι («κύει πόλις ἥδε», Θέογν.) 3. (στον ενεργ. αόρ.) ἔκυσα αφήνω έγκυο μια γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυῶ, κατά τα… … Dictionary of Greek
τριόγδοον — και τρίογδον, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον τι παρὰ Ταραντίνοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄγδοον] … Dictionary of Greek
υψιπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ παγής] … Dictionary of Greek
όγδοο — το (Α ὄγδοον) βλ. όγδοος … Dictionary of Greek
ՈՒԹՕՐԵԱՅ — (րէի, րեայք կամ րէք, րէից.) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 12c ա.գ. ՈՒԹՕՐԵԱՅ կամ ՈՒԹՕՐԷՔ. ὁκτώ ἠμερῶν octo dierum եւ ὅγδοον, οα octavum, a. Ունօղ զութ աւուրս հասակի, կամ զմիջոց ութ աւուրց. եղեալն ի մէջ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՒԹՕՐԷՔ — (րէից.) NBH 2 0540 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 12c ա.գ. ՈՒԹՕՐԵԱՅ կամ ՈՒԹՕՐԷՔ. ὁκτώ ἠμερῶν octo dierum եւ ὅγδοον, οα octavum, a. Ունօղ զութ աւուրս հասակի, կամ զմիջոց ութ աւուրց. եղեալն ի մէջ կամ զկնի աւուրց ութից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)